«Κάθε φορά που φεύγω από την Ελλάδα», Ευαγγελία Θεοδωρίδου.
«Δε σας χόρτασα!» Αυτό είναι το μόνιμο παράπονο της μαμάς μου κάθε φορά που ετοιμαζόμαστε να επιστρέψουμε στη Σουηδία, έπειτα από τις διακοπές μας στην Ελλάδα. «Πότε ήρθατε, πότε φεύγετε, χαμπάρι δεν πήρα».
Με κόπο κρύβω το χαμόγελο που σχηματίζεται στο πρόσωπό μου και κουνάω με απόγνωση το κεφάλι. Ούτε και εγώ η ίδια μπορώ να θυμηθώ πόσες φορές έχω δει το ίδιο έργο. Εμένα να μαζεύω ρούχα και προσωπικά αντικείμενα και εκείνη λίγο πιο πέρα να μοιρολογεί για τον ξεριζωμό μας στην ξενιτιά.
«Βρε μαμά, δυο βδομάδες είμαστε εδώ. Πόσο πια να μείνουμε; Κάποια στιγμή πρέπει να πάμε πίσω» προσπαθώ να της εξηγήσω ήρεμα και ωραία, γνωρίζοντας από πριν πως αυτό το επιχείρημά μου είναι καταδικασμένο να πέσει στο κενό.
«Πότε πέρασαν δυο βδομάδες;» αναρωτιέται δυνατά και ένας αναστεναγμός, τόσο βαθύς λες και έρχεται από τα έγκατα της γης, βγαίνει από το στόμα της. «Σα χθες μου φαίνεται που ήρθατε» συνεχίζει ακάθεκτη το μονόλογό της και σαν άλλη ηρωίδα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας θρηνεί δίπλα στην ανοιχτή βαλίτσα.
Αυτή τη φορά δε γίνεται να συγκρατηθώ και χαμογελάω. Η έννοια του χρόνου είναι πολύ διαφορετική για τους γονείς μου από ό,τι για μένα. Για εκείνους ποτέ δε φτάνει για να χαρούν τα παιδιά και τα εγγόνια τους ενώ για μένα είναι υπεραρκετός για να κάνω όλα όσα θέλω μαζί τους. Αλλά είναι δύσκολο να καταλάβουν στην ηλικία που βρίσκονται πως ο ποιοτικός χρόνος είναι πιο σημαντικός από τον ποσοτικό και εγώ έχω αποδεχτεί εδώ και καιρό αυτήν την »αδυναμία» τους.
Έτσι λοιπόν, όποτε τους επισκέπτομαι, προσπαθώ να περνάω όσο γίνεται περισσότερες ώρες μαζί τους, ακολουθώντας το δικό τους πρόγραμμα. Ακούω υπομονετικά όλα τα νέα της οικογένειας, της γειτονιάς, της πόλης, του νομού, της περιφέρειας, της χώρας ολόκληρης και όταν αυτά εξαντλούνται σειρά έχουν οι διεθνείς ειδήσεις από όλο τον κόσμο. Αφού ενημερωθώ για τους πάντες και τα πάντα, είμαι έτοιμη πια να αναλάβω δράση.
Από το πρωί που θα σηκωθώ μέχρι το βράδυ που θα ξαπλώσω ασκώ χρέη ιατρού, φαρμακοποιού, υδραυλικού, δικηγόρου, ηλεκτρολόγου, ψυχολόγου, μπογιατζή, σοβατζή, ταξιτζή και σιγά σιγά περνάω και σε πιο light καταστάσεις. Επισκέπτομαι τον μπακάλη, το μανάβη, τον χασάπη, το φούρναρη, τον περιπτερά και γίνομαι φίλη στο facebook με τον κυρ-Γιάννη, που συναντώ κάθε πρωί όταν περνάω μια βόλτα από τα ΚΑΠΗ της γειτονιάς, όπου συνηθίζει να πηγαίνει ο μπαμπάς μου για να πιει τον πολλά βαρύ και όχι καφέ του και να παίξει μια παρτίδα τάβλι με τους υπόλοιπους θαμώνες.
«Η κόρη μου με τον άντρα της και τα παιδιά τους, μένουν στη Σουηδία και έχουν έρθει για τα Χριστούγεννα» βγάζει το επίσημο ανακοινωθέν μόλις με βλέπει να πλησιάζω και με τα ντόρτια που φέρνει »κατατροπώνει» τον αντίπαλό του. Στέκομαι και παρατηρώ με πόση δυσκολία σηκώνεται από την καρέκλα και παίρνει το μπαστούνι του από τον τοίχο, όπου το έχει ακουμπήσει. «Είναι ώρα να γυρίσουμε σπίτι» μου λέει και πιάνοντας το χέρι μου, βγαίνουμε αργά αργά από την αίθουσα, αφού πρώτα έχουμε ανανεώσει το ραντεβού μας με τον κυρ-Γιάννη για την επόμενη μέρα.
Η απόσταση από τα ΚΑΠΗ για το σπίτι μας παραμένει η ίδια εδώ και είκοσι εφτά συναπτά έτη. Κι όμως, τον τελευταίο καιρό μου φαίνεται τεράστια και το ίσιωμα ανηφόρα. Αρνούμαι πεισματικά να δεχτώ πως δεν είναι η απόσταση αλλά ο άνδρας δίπλα μου που μεγάλωσε και τα βήματά του δεν είναι τόσο γοργά και σταθερά όπως παλιά. Κι όμως, δεν έχουν περάσει πάνω από έξι μήνες από την τελευταία φορά που ήμουν εκεί. Στον ίδιο δρόμο. Μαζί του. Τότε δεν είχε μπαστούνι και τα πόδια του δεν τον δυσκόλευαν τόσο πολύ στο περπάτημα. Τότε δε χρειαζόταν να κάνουμε συχνές στάσεις για να πάρει ανάσα προτού συνεχίσουμε. Τότε η μαμά μου, κατέβαινε με άνεση τα σκαλιά και μας περίμενε στην είσοδο της πολυκατοικίας και όχι στην εξώπορτα του διαμερίσματος. Τότε ήταν διαφορετικοί. Ήταν πιο νέοι. Ή έτσι μου φαίνονταν εμένα.
Όσο και αν δε θέλω να το παραδεχτώ, ο χρόνος κυλάει και αφήνει πίσω του ανεξίτηλα τα σημάδια του. Κάθε φορά που επιστρέφω στην Ελλάδα τα βλέπω όλο και πιο έντονα χαραγμένα στα πρόσωπα των δικών μου ανθρώπων και αυτό με φοβίζει, γιατί ξέρω πως σε κάποιο ταξίδι μου κάποιοι από αυτούς που αγαπάω δε θα είναι εκεί για να με περιμένουν.
Γι’ αυτό και κάθε φορά που βάζω τη βαλίτσα μου στο πορτμπαγκάζ και ετοιμάζομαι να μπω στο αυτοκίνητο γυρίζω πίσω το κεφάλι για μια ακόμη ματιά. Για ένα ακόμα βλέμμα. Ποτέ δεν ξέρω πότε θα είναι η επόμενη φορά που θα τους αντικρίσω ξανά. Πάντα όμως ελπίζω πως δε θα είναι αυτή η τελευταία. Δε λέω αντίο. Τους αγκαλιάζω σφιχτά και λέω μόνο:
«Τα λέμε!»