«ΟΙ ΧΡΥΣΟΠΡΑΣΙΝΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ, ΚΑΜΗ» ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΔΥΦΩΝΟ
Το νέο βιβλίο της συγγραφέα Αναστασίας Ευσταθίου, “Οι Χρυσοπράσινοι Φίλοι μου, Καμή”, κυκλοφόρησε μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα από τις εκδόσεις Ηδύφωνο. Πρόκειται για ένα εφηβικό μυθιστόρημα, που μετά «το Γερακάρι και την Ανεραϊδα», «το λαγό Πολύδωροκαι την Πουά την πασχαλίτσα», «τη Γερακίνα και τον πρίγκιπα Νερένιο» και την «κάλτσα Ευρυδίκη», ήρθε να συμπληρώσει την επιτυχημένη πορεία της κ. Ευσταθίου.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η ίδια, πρόκειται για ένα βιβλίο που γράφτηκε με αφορμή την ελληνοκυπριακή φιλία που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του Διεθνούς Προγράμματος ανταλλαγής μαθητών των σχολείων Ακράτας-Άχνας «Χρυσοπράσινο Φύλλο» 2005-2007. Το μυθιστόρημα μιλά για τη φιλία που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους μαθητές των σχολείων Ελλάδας Κύπρου.
Η ιστορία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα κατά την εκπόνηση του προγράμματος. Πραγματικά είναι και τα ιστορικά γεγονότα που αφηγούνται οι μαθητές μέσα από τις εργασίες τους και τις μαρτυρίες Κύπριων αγωνιστών. Γεγονότα που συνέβησαν στην Κύπρο την εποχή της εισβολής του Αττίλα και της προσφυγιάς των Κυπρίων μέσα στην ίδια τους τη χώρα. Ανάλογες ιστορικές αναφορές γίνονται για την Ακράτα και το άλσος της από τους μαθητές του σχολείου»
Το μυθιστόρημα απευθύνεται σε αναγνώστες από 12 χρονών και άνω.
Το στήσιμο του βιβλίου και την επιμέλεια του κειμένου έκανε η Μαρία Παναγιωτακοπούλου. Το εξώφυλλο σχεδίασε με περισσή φροντίδα η Έλενα Παπαδημητρίου.
Την έκδοση των 200 σελίδων συνοδεύει πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Σχετίζεται με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 και τις μαρτυρίες προσφύγων. Ανήκει στο αρχείο του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και στο προσωπικό αρχείο του Ανδρέα Ευσταθίου, Κυριάκου Λάρκου και Γιώργου Κωνσταντίνου.
Ένα μικρό απόσπασμα από το νέο βιβλίο
«Μέσιαζε και η Μεγάλη Εβδομάδα. Η εβδομάδα των Παθών. Μαθήτρια της Στ΄ τάξης και με το κουβάρι της χρυσοπράσινης φιλίας να μας δένει όλο και πιο σφιχτά όλους μας…
Το μυαλό μου ήταν στην Κύπρο. Στη φίλη μου την Κυπριανή. Είχαμε μοιραστεί τόσα πολλά όταν ήρθε τον Μάρτη στην Ακράτα.
Τότε η σκέψη μου γινόταν χελιδόνι. Ένα χελιδόνι, που μπορούσε και πετούσε πάνω απ’ τα συρματοπλέγματα, πάνω από τις σημαίες, πάνω από τις κάνες των όπλων, πιο ψηλά ακόμα από τα φυλάκια, το χακί των στρατιωτών που φύλαγαν… Μα τι φύλαγαν;
Δεν κινδύνευε το χελιδόνι μου, γιατί το σκίαζε η ανάσα του Θεού, η θαλπωρή του σύννεφου, η αύρα του λίβα. Το έγραψα και στην Κυπριανή. Της άρεσε η ιδέα του ασπρόμαυρου πουλιού, που ταξιδεύει ανενόχλητο πάνω απ’ τον ουρανό του νησιού της. Ελεύθερο. Ναι, ελεύθερο, μου το είχε υπογραμμίσει στο τελευταίο της γράμμα. «Να πετά ελεύθερο πάνω από την Κύπρο μας και να μη βλέπει συρματοπλέγματα, στρατιωτικές βάσεις και στρατιώτες παντού. Να πάρει κι εμάς μαζί του να μην είμαστε πια πρόσφυγες στη χώρα μας», μου είχε γράψει κατά λέξη…»