Σαράντα πέντε δάσκαλοι κ’ εξήντα μαθητάδες
σχολείο νεθεμέλιωναν ‘ς της άμοιρης Ελλάδας.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι δάσκαλοι και κλαίν οι μαθητάδες:
«Αλίμονο ‘ς τους κόπους μας, κρίμα ‘ς τις δουλεψαίς μας,
ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμειέται».
Πουλάκι εδιάβη κ’ έκατσε αντίκρυ ‘ς το ποτάμι,
δεν εκελάιδε σαν πουλί, μηδέ σα χιλιδόνι,
παρά εκελάιδε κ’ έλεγε, ανθρωπινή λαλίτσα:
“Βιβλία αν αγναντέψετε, εμέν να μου γράψτε…
Μισθούς να ανεβαίνουνε, και πάλι να μου γράψτε”